- υπερφόρτιση
- [-ις (-εως)] η1) зарядка сверх нормы (аккумулятора, батареи и т.п.); 2) см. υπερφόρτωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και … Dictionary of Greek
υπερφόρτιση — η η υπερβολική φόρτιση, η τροφοδότηση με υπερβολική ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek
υπερφόρτωση — η υπερβολική φόρτωση, παραφόρτωση, υπερφόρτιση: Απαγορεύεται η υπερφόρτωση των λεωφορείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)